- Λητώος
- Λητῷος, δωρ. τ. Λατῷος, -ῴα, -ον, θηλ. και Λητωϊάς, -άδος και Λητωΐς, δωρ. τ. Λατωΐς, -ίδος (Α) [Λητώ]1. αυτός που ανήκει στη Λητώ ή αυτός που έχει γεννηθεί από τη Λητώ («καὶ γὰρ ἐγὼ Λητωϊὰς ὥσπερ Ἀπόλλων», Καλλ.)2. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ Λητῷονο ναός τής Λητούςβ) στον πληθ. τὰ Λητῷαεορτή προς τιμήν τής Λητούς.
Dictionary of Greek. 2013.